πολεμοπαθής

πολεμοπαθής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, ο άμαχος που ζημιώνεται υλικά από τον πόλεμο: Συχνά δίνεται αποζημίωση στους πολεμοπαθείς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολεμοπαθής — ές, Ν αυτός που υπέστη ζημιές από τον πόλεμο χωρίς να μετάσχει ενεργά σε αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + παθής (< πάθος), πρβλ. πλημμυρο παθής] …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”