- πολεμοπαθής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, ο άμαχος που ζημιώνεται υλικά από τον πόλεμο: Συχνά δίνεται αποζημίωση στους πολεμοπαθείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.